- εὐανδρίαι
- εὐανδρίαabundance of menfem nom/voc plεὐανδρίᾱͅ , εὐανδρίαabundance of menfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐανδρίᾳ — εὐανδρίαι , εὐανδρία abundance of men fem nom/voc pl εὐανδρίᾱͅ , εὐανδρία abundance of men fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek